- ευρυβάτης
- εὐρυβάτης, ὁ (Α)ο ευρύβατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -βατης (< βαίνω), πρβλ. ανα-βάτης, υπνο-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Εὐρυβάτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρύβατος ή Ευρυβάτης — (6ος αι. π.Χ.). Περιώνυμος απατεώνας της αρχαιότητας. Στα αρχαία συγγράμματα συγκρίνεται με άλλους ονομαστούς απατεώνες όπως τον Ώλο, τον Σώστρατο και τον Δημοκλείδη. Καταγόταν από την Έφεσο ή την Αίγινα. Ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας τον έστειλε … Dictionary of Greek
Εὐρυβάται — Εὐρυβάτης masc nom/voc pl Εὐρυβάτᾱͅ , Εὐρυβάτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρυβάτην — Εὐρυβάτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρυβάτῃ — Εὐρυβάτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρυβάτας — Εὐρυβάτᾱς , Εὐρυβάτης masc acc pl Εὐρυβάτᾱς , Εὐρυβάτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эврибат — Тьеполо. Эврибат и Талфибий приводят к Агамемнону Брисеиду. Эврибат (др. греч … Википедия
Evrybates [1] — EVRYBĂTES, æ, Gr. Ἐυρυβάτης, ου, ein Herold vor Troja, und Bedienter des Agamemnons. Homer. Il. Α. v. 320 … Gründliches mythologisches Lexikon
οπηδώ — ὀπηδῶ, δωρ. τ. ὀπαδῶ, έω (Α) [οπηδός] 1. ακολουθώ κάποιον, συνοδεύω, συντροφεύω («Εὐρυβάτης... ὅς οἱ ὀπήδει», Ομ. Ιλ.) 2. ακολουθώ, παρακολουθώ («μετ ἴχνια Κύρνος ὀπηδεῑ», Καλλ.) … Dictionary of Greek
Εὐρυβάτου — Εὐρύβατος wide stepping masc gen sg Εὐρυβάτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)